καθησυχάζω — καθησυχάζω, καθησύχασα, καθησυχασμένος βλ. πίν. 35 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
καθησυχάζω — καθησύχασα, καθησυχασμένος 1. ησυχάζω κάποιον, κάνω κάποιον να βρει την ησυχία του: Ήταν πολύ αναμμένος, αλλά τον καθησύχασα. 2. ηρεμώ, καταπραΰνομαι: Ύστερα απ αυτές τις υποσχέσεις καθησύχασα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
καθησυχασάντων — καθησυχάζω aor part act masc/neut gen pl καθησυχάζω aor imperat act 3rd pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καθησυχάζει — καθησυχάζω pres ind mp 2nd sg καθησυχάζω pres ind act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καθησυχάσομαι — καθησυχάζω aor subj mid 1st sg (epic) καθησυχάζω fut ind mid 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καθησύχαζε — καθησυχάζω pres imperat act 2nd sg καθησυχάζω imperf ind act 3rd sg (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καθησυχασθέντων — καθησυχάζω aor part pass masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καθησυχάζειν — καθησυχάζω pres inf act (attic epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καθησυχάσαντες — καθησυχάζω aor part act masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καθησυχάσαντος — καθησυχάζω aor part act masc/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)